- ερεθιστός
- -ή, -ό (Α ἐρεθιστός, -ή, -όν) [ερεθίζω]αυτός τον οποίο μπορεί να ερεθίσει κάποιος, ο ευερέθιστος, ο ευαίσθητοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ερεθιστόη ερεθιστικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερεθιστότητα — η (οικον.) νεολογισμός τής ελληνικής οικονομικής ορολογίας, ο οποίος σημαίνει τον βαθμό ευαισθησίας ενός μηχανισμού τής οικονομίας σε εξωγενείς ή ενδογενείς ερεθισμούς, αλλιώς ευαισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερεθιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον … Dictionary of Greek
ἐρεθισταί — ἐρεθιστής rebellious masc nom/voc pl ἐρεθιστός easily provoked fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθιστήν — ἐρεθιστής rebellious masc acc sg (attic epic ionic) ἐρεθιστός easily provoked fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)